- κοπρίζει
- κοπρίζωdungpres ind mp 2nd sgκοπρίζωdungpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπρίτης — ο (Μ κοπρίτης) [κόπρος (Ι)] βρομιάρης νεοελλ. 1. αυτός που ζει μόνο για να κοπρίζει, τεμπέλης, οκνηρός, ανίκανος 2. νωθρός και δειλός, άνανδρος 3. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και κυκλοφορεί αδέσποτο, κοπρόσκυλο … Dictionary of Greek
κοπροδότης — κοπροδότης, ὁ (Μ) αυτός που κοπρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. ζωο δότης, φωτο δότης] … Dictionary of Greek
φιλόκοπρος — ον, ΜΑ μσν. 1. αυτός που κοπρίζει συχνά («φιλόκοπρον ζῷον», Γεωπ.) 2. μτφ. αυτός που ευαρεστείται με καθετί το κακό και μιαρό («φιλόκοπροι δαίμονες», Ιω. Κλίμ.) αρχ. (για αγρούς) αυτός που απαιτεί κοπριά, που έχει ανάγκη από λίπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek